θεατρομανής

θεατρομανής
ο страстный, заядлый театрал, большой любитель театра

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θεατρομανής" в других словарях:

  • θεατρομανής — ές (Α θεατρομανής, ές) αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής. ερω μανής, ζηλο μανής] …   Dictionary of Greek

  • θεατρομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπά υπερβολικά το θέατρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • θεατρομανία — η (Α θεατρομανία) [θεατρομανής] η μανιώδης επιθυμία για το θέατρο, η υπερβολική αγάπη και λατρεία για το θέατρο …   Dictionary of Greek

  • θεατρομανώ — θεατρομανῶ, έω (Α) [θεατρομανής] έχω μανία για το θέατρο, επιθυμώ μανιωδώς να βλέπω θεατρικές παραστάσεις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»